ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Σήμερα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, οι εισαγωγές της σόγιας ξεπερνούν τα 37 εκατομμύρια τόνους και αποτελούν περίπου το 14% της παγκόσμιας παραγωγής, η οποία παράγεται σε περισσότερα από 15 εκατομμύρια εκτάρια καλλιεργήσιμης γης. Το 2014, η Ελλάδα εισήγαγε περίπου 650.000 τόνους σπερμάτων σόγιας και σογιάλευρου, εκ των οποίων οι 400.000 τόνοι ήταν γενετικά τροποποιημένη σόγια.

Ποσοστό υλοποίησης: 30%

Αναμενόμενα αποτελέσματα

Η καλλιέργεια του λούπινου θα μπορούσε να καλύψει σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες της χώρας μας σε πρωτεϊνούχες ζωοτροφές και να οδηγήσει στη μείωση της χρήσης της εισαγόμενης σόγιας, η οποία εκτός του ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι γενετικά τροποποιημένη, συμβάλλει αρνητικά και στο ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών αφού δαπανώνται για την εισαγωγή της κοντά 300 εκατομμύρια δολάρια. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις με κτηνοτροφικά ψυχανθή όπως το λούπινο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, δυστυχώς από το 4,7% της καλλιεργήσιμης γης που καταλάμβαναν το 1961, μειώθηκαν σήμερα στο 2% περίπου, παρότι οι ανάγκες των μηρυκαστικών ζώων σε πρωτεϊνούχες ζωοτροφές φυτικής προέλευσης έχουν αυξηθεί σημαντικά. Σε ότι αφορά την Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια η καλλιέργεια των κτηνοτροφικών ψυχανθών παρουσιάζει μια μικρή αύξηση, η οποία αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες της εγχώριας κτηνοτροφίας. Η καλλιέργεια του λούπινου στη χώρα μας πρέπει να αποτελέσει μέγιστη προτεραιότητα, αφού τα πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης καλλιέργειας είναι πολλαπλά.

Τα σπέρματα του λούπινου έχουν υψηλή διατροφική αξία, δεδομένου ότι έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη και ινώδεις ουσίες και περιέχουν περίπου τις ίδιες ποσότητες λυσίνης, όπως και το σογιάλευρο. Η καλλιέργειά τους παρουσιάζει σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη, αφού συνήθως δεν απαιτεί ιδιαίτερη λίπανση, δε χρειάζεται άρδευση εφόσον η καλλιέργεια είναι φθινοπωρινή, εμπλουτίζουν τα εδάφη με άζωτο και ταυτόχρονα βελτιώνουν σημαντικά τη γονιμότητα του εδάφους. Η καλλιέργεια του λούπινου, στις περιοχές όπου συνήθως καλλιεργούνται τα χειμερινά δημητριακά, παρουσιάζει αυξημένα οικονομικά οφέλη, επειδή έχει σχετικά χαμηλό κόστος παραγωγής και σχεδόν διπλάσια τιμή πώλησης από αυτή των δημητριακών καρπών.

Μπορεί να καλλιεργηθεί σε προβληματικές περιοχές της χώρας μας, δηλαδή σε ορεινές, ημιορεινές και νησιώτικες περιοχές, όπου συνήθως τα εδάφη είναι λιγότερο γόνιμα και όπου υπάρχει έλλειψη αρδεύσιμου νερού και να συμβάλει δυναμικά στην αύξηση του αγροτικού εισοδήματος σε αυτές τις περιοχές. Τα εγχώρια κτηνοτροφικά ψυχανθή μπορούν ακόμα να συμβάλουν στην περαιτέρω προώθηση της βιολογικής κτηνοτροφίας και στην αύξηση της παραγωγής βιολογικών ζωοκομικών προϊόντων.

Πρώτη φορά στην Ελλάδα

Το Επιχειρησιακό Σχέδιο αποτελεί πρωτοτυπία για την Ελλάδα, αφού για πρώτη φορά επιχειρείται αντικατάσταση του εισαγόμενου σογιάλευρου από εγχώρια παραγωγή λούπινου στο πλαίσιο ενός ισορροπημένου σιτηρεσίου, το οποίο θα καλύπτει πλήρως τις ανάγκες των ζώων με βάση το παραγωγικό τους στάδιο. Παράλληλα, θα γίνει προσπάθεια, με στόχο την υγεία των εκτρεφόμενων μηρυκαστικών, ενίσχυσης της παραγωγικότητας (αρμεγόμενες αγελάδες) και της ανάπτυξης τους (αναπτυσσόμενες μοσχίδες) με μηδενική η μειωμένη, κατά το δυνατόν, χρήση σογιάλευρου σεβόμενοι τις αρχές και τη νομοθεσία που διέπουν τη βιολογική κτηνοτροφία.

Τέλος, για πρώτη φορά, τα χρησιμοποιούμενα σπέρματα λούπινου θα υποστούν θερμική επεξεργασία σε ειδικό μηχάνημα, το οποίο προκαλεί θερμική μετουσίωση των αναστολέων των πρωτεασών, βελτιώνοντας τη θρεπτική αξία των σπερμάτων του, τα οποία γίνονται ιδιαίτερα εύπεπτα. Τα θερμικά επεξεργασμένα σπέρματα λούπινου μπορούν πλέον να ενταχθούν στα σιτηρέσια των αγελάδων γαλακτοπαραγωγής, με στόχο την κατά το δυνατόν μείωση της χρήσης του σογιάλευρου, χωρίς δυσμενείς επιπτώσεις στην κατανάλωση της ξηράς ουσίας, τη γαλακτοπαραγωγή (ενήλικες αγελάδες) και την ανάπτυξη των θηλυκών γεννητόρων της συγκεκριμένης εκτροφής (μοσχίδες).